Ατομα με αυξημένα επίπεδα CRP αντιμετωπίζουν τριπλάσιο κίνδυνο καρδιακής προσβολής σε σχέση με εκείνους που έχουν χαμηλά επίπεδα.
Η Αντιδρώσα Πρωτεΐνη C (C-Reactive Protein ή CRP) είναι μια από τις κυριότερες πρωτεΐνες οξείας φάσης που συνθέτει ο οργανισμός μας όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με μια φλεγμονώδη κατάσταση. Πρόκειται δηλαδή για μια σημαντική συνιστώσα του ανοσολογικού συστήματος του οργανισμού μας.
Ονομάζεται έτσι επειδή διαπιστώθηκε το 1930 από τους Tillet και Francis ότι στο αίμα ασθενούς με οξεία πνευμονία σχηματιζόταν ίζημα παρουσία του πολυσακχαρίτη C της μεμβράνης του πνευμονόκοκκου και των ιόντων ασβεστίου.
Η CRP συντίθεται στο ήπαρ κατά την εξέλιξη οξέων επεισοδίων, όπως λοιμώξεις, κακοήθειες, αρθρίτιδα και άλλες φλεγμονώδεις καταστάσεις και τα επίπεδά της αντανακλούν τον βαθμό της ιστικής βλάβης ή το μέγεθος της φλεγμονώδους κατάστασης. Η CRP απελευθερώνεται συνήθως μέσα σε 6 ώρες από το ερέθισμα, το οποίο αν σταματήσει να επιδρά τότε οι τιμές της επανέρχονται στα φυσιολογικά επίπεδα εντός περίπου 4 ημερών.
Λόγω της ευαισθησίας της, η CRP έχει καθιερωθεί σαν ένας δείκτης ύπαρξης φλεγμονώδους κατάστασης στους ιστούς του σώματος.
Πρόσφατες όμως επιστημονικές έρευνες έχουν αποκαλύψει τη σημασία που διαδραματίζει η CRP και στα καρδιαγγειακά νοσήματα, αναδεικνύοντας τον ρόλο της στις διεργασίες αθηροσκλήρωσης και αθηροθρομβογένεσης, με αποτέλεσμα την αύξηση των πιθανοτήτων ανάπτυξης καταστροφικών καρδιαγγειακών επεισοδίων.
Κλινικές και εργαστηριακές μελέτες απέδειξαν ότι η αθηροσκλήρωση δεν είναι απλά μια ασθένεια εναπόθεσης λιπιδίων στους ιστούς. Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η συστηματική φλεγμονή παίζει βασικό ρόλο στην παθοφυσιολογία της στεφανιαίας νόσου και ιδίως στα οξέα της σύνδρομα. Η αθηροσκλήρωση που προκαλείται από τη συσσώρευση της χοληστερόλης στα αιμοφόρα αγγεία, είναι ένα είδος φλεγμονής. Η φλεγμονή παίζει σημαντικό ρόλο στη γένεση καρδιαγγειακών νοσημάτων. Η ρήξη της αθηρωματικής πλάκας και η απόφραξη των αγγείων μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά καρδιακά και εγκεφαλικά επεισόδια με κίνδυνο ξαφνικού θανάτου.
Τα επίπεδα της CRP αντανακλούν τον βαθμό ευπάθειας και αστάθειας των αθηρωματικών πλακών των αγγείων. Αυξημένα επίπεδα CRP πιθανόν να υποδηλώνουν προμήνυμα ρήξης της αθηρωματικής πλάκας με συνέπεια αποφρακτική αρτηριακή νόσο.
Οι επιστημονικές έρευνες απέδειξαν επίσης ότι ακόμη και ασθενείς με μικρής έκτασης εμφράξεις, παρουσιάζουν εμβολές που οδηγούν σε καρδιακή προσβολή, λόγω της συσσώρευσης «πλάκας» από φλεγμονώδη κύτταρα στα αγγεία, προκαλώντας αθηροσκλήρωση και που έχει σαν συνέπεια την αύξηση των επιπέδων της CRP. Φαίνεται λοιπόν ότι η CRP αποτελεί ένα ισχυρό και ειδικό παράγοντα που προσδιορίζει τον κίνδυνο καρδιαγγειακού επεισοδίου ακόμη και σε υποτιθέμενα φυσιολογικά άτομα.
Σχεδόν 50% των καρδιακών προσβολών και των εγκεφαλικών επεισοδίων, συμβαίνουν σε άτομα που είναι φαινομενικά υγιή και έχουν κανονικά ή ακόμη και χαμηλά επίπεδα χοληστερίνης.
Άτομα με αυξημένα επίπεδα CRP αντιμετωπίζουν τριπλάσιο κίνδυνο καρδιακής προσβολής σε σχέση με εκείνους που έχουν χαμηλά επίπεδα.
Τα επίπεδα της CRP έχουν αποδειχθεί σε πολλές έρευνες ότι έχουν προγνωστική αξία για μελλοντικό κίνδυνο καρδιακής προσβολής, εγκεφαλικού επεισοδίου, ξαφνικού καρδιακού θανάτου και αρτηριακών προβλημάτων. Επίσης, τα επίπεδα της έχουν προγνωστική αξία σε ασθενείς με επαναλαμβανόμενα επεισόδια στεφανιαίας νόσου και για αυτούς στην οξεία φάση εμφράγματος του μυοκαρδίου.
Πρόσφατα, τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (CDC) των Ηνωμένων Πολιτειών και η Αμερικανική Εταιρεία Καρδιολογίας (AHA) εξέδωσαν οδηγίες για τη μέτρηση της Υψηλής Ευαισθησίας CRP (hs-CRP) ως μέρος της πρόληψης σφαιρικού κινδύνου για μελλοντικά καρδιαγγειακά προβλήματα.
Τα κριτήρια που τοποθετήθηκαν για τη μέτρηση της hs-CRP είναι τα ακόλουθα:
- Επίπεδα χαμηλότερα από 1 mg/dl ο κίνδυνος για μελλοντικό καρδιαγγειακό επεισόδιο είναι χαμηλός.
- Επίπεδα από 1-3 mg/dl ο κίνδυνος είναι μέτριος.
- Επίπεδα μεγαλύτερα από 3 mg/dl ο κίνδυνος είναι ψηλός.
Ως εκ τούτου, οι ειδικοί θεωρούν ότι η μέτρηση της «υψηλής ευαισθησίας» CRP (hs-CRP) μπορεί να χρησιμοποιηθεί πλέον ως ένας πρώιμος διαγνωστικός δείκτης κινδύνου εμφάνισης στεφανιαίας νόσου, παράλληλα με τον έλεγχο και των άλλων παραγόντων κινδύνου (σακχάρου, χοληστερίνης, ομοκυστεΐνης, κάπνισμα, υψηλή πίεση κλπ.)
Η πιο σημαντική όμως χρήση της CRP είναι η ανίχνευση του ψηλού κινδύνου σε άτομα που δεν έχουν άλλο παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακό πρόβλημα.