Είναι ίσως η πιο σημαντική εξέταση αίματος, αφού τα ευρήματα της δίνουν πολύτιμες διαγνωστικές πληροφορίες για την κατάσταση και την εικόνα της υγείας του ανθρώπινου οργανισμού.
Η Γενική Εξέταση Αίματος είναι μία από τις συχνότερα ζητούμενες και διενεργούμενες εργαστηριακές εξετάσεις αίματος.
Σε αυτήν μελετούνται τόσο ποσοτικά όσο και μορφολογικά όλα τα έμμορφα συστατικά (κύτταρα) του αίματος, τα οποία αιωρούνται μέσα σε υγρό περιβάλλον που ονομάζεται πλάσμα. Τα στοιχεία αυτά παράγονται και ωριμάζουν αρχικά στον μυελό των οστών και στη συνέχεια υπό φυσιολογικές συνθήκες απελευθερώνονται στο αίμα ανάλογα με τις ανάγκες. Η ποσοτική μελέτη αφορά τον ολικό αριθμό ή την εκατοστιαία αναλογία των αιμοσφαιρίων, δηλαδή των κυττάρων του αίματος (Ερυθρών, Λευκών, Αιμοπεταλίων), ενώ μορφολογικά αναζητούνται μεταβολές ή αλλοιώσεις αναφορικά με το μέγεθος, το σχήμα, το είδος καθώς και άλλων φυσικών χαρακτηριστικών των αιμοσφαιρίων.
Στη Γενική Εξέταση Αίματος προσδιορίζονται η Αιμοσφαιρίνη, ο Αιματοκρίτης, ο αριθμός των Ερυθροκυττάρων, των Λευκοκυττάρων (με τον Λευκοκυτταρικό τους τύπο), των Αιμοπεταλίων καθώς επίσης και σειρά άλλων αιματολογικών παραμέτρων με ιδιαίτερη σημασία ο καθένας τους.
Με την εισαγωγή σύγχρονων αιματολογικών αναλυτών υψηλής τεχνολογίας και την αυτοματοποίηση των μετρήσεων, οι προσδιορισμοί αυτοί έγιναν όχι μόνο ταχύτεροι αλλά και ακριβέστεροι.
Ο προσδιορισμός όλων αυτών των αιματολογικών παραμέτρων είναι πάρα πολύ σημαντικός και χρήσιμος για τη διάγνωση πολλών νοσημάτων όπως, (μικροβιακών και ιογενών λοιμώξεων), αιμοσφαιρινοπαθειών και αναιμιών (κληρονομικών, αιμολυτικών, σιδηροπενικών), αιμορραγιών ή θρομβώσεων και λευχαιμιών. Εξίσου σημαντικός και χρήσιμος είναι επίσης ο προσδιορισμός των αιματολογικών παραμέτρων και για την παρακολούθηση της πορείας πολλών παθήσεων και νοσημάτων καθώς και για την αποτελεσματικότητα της ακολουθούμενης θεραπείας.
Η διαταραχή οποιουδήποτε τμήματος του ανθρώπινου οργανισμού μπορεί να προκαλέσει αλλαγές στη σύσταση του αίματος. Τα διάφορα συστατικά που αποτελούν το αίμα αντικατοπτρίζουν τις περισσότερες από τις λειτουργίες του οργανισμού. Κάτω από φυσιολογικές συνθήκες τα συστατικά αυτά βρίσκονται σε σταθερά και φυσιολογικά επίπεδα. Οι όποιες αλλαγές όμως στη φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού, συχνά συνοδεύονται και από αλλαγές τόσο στα ποσοτικά όσο και στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των συστατικών του αίματος, επιτρέποντας έτσι τη συγκέντρωση χρήσιμων στοιχείων απαραίτητων για τη σωστή και έγκαιρη διάγνωση.
Τι σημαίνουν οι αιματολογικές σας εξετάσεις;
TEST | ΕΞΕΤΑΣΗ | ΜΟΝΑΔΑ ΜΕΤΡΗΣΗΣ | ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΤΙΜΕΣ Α: Άνδρες Γ: Γυναίκες |
---|---|---|---|
Hb (Hemoglobin) | Αιμοσφαιρίνη | g/dl | A: 13.5-17.5 Γ: 12.0-16.0 |
Κύριο συστατικό των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Δεσμεύει και μεταφέρει οξυγόνο από τους πνεύμονες στους ιστούς. Συμβάλλει στη μεταφορά διοξειδίου του άνθρακα από τους ιστούς στους πνεύμονες και στη ρύθμιση της οξεοβασικής ισορροπίας του αίματος. Καθοριστική μέτρηση για αξιολόγηση διαφόρων μορφών αναιμίας. Η αιμοσφαιρίνη αυξάνεται σε περιπτώσεις αφυδάτωσης, σε πολυκυτταραιμία, έντονη σωματική άσκηση, υπερτριγλυκεριδαιμία, προχωρημένη ηπατική νόσο, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια και ελαττώνεται σε διάφορες αναιμίες, βαριές αιμορραγίες, σε αιμόλυση (λοιμώδους, φαρμακευτικής ή χημικής αιτιολογίας, εκτεταμένα εγκαύματα, μετάγγιση ασύμβατου αίματος, τεχνητές καρδιακές βαλβίδες), συστηματικά νοσήματα (λέμφωμα, λευχαιμία, πολλαπλό μυέλωμα, συστηματικό ερυθηματώδη λύκο, σαρκοείδωση, καρκινώματα κ.α), κίρρωση του ήπατος, νεφρική νόσο, υποθυρεοειδισμός, υποσιτισμός, εγκυμοσύνη κ.α. | |||
Hct (Hematocrit) | Αιματοκρίτης | % | A: 41-53 Γ: 36-46 |
Καθορίζει την εκατοστιαία αναλογία του όγκου των ερυθρών αιμοσφαιρίων στον συνολικό όγκο του αίματος. Χρήσιμος δείκτης για παρουσία αναιμίας, απώλειας αίματος και αφυδάτωσης. Ο αιματοκρίτης αυξάνεται (βλέπε και αριθμός ερυθρών αιμοσφαιρίων) σε περιπτώσεις πολυκυτταραιμίας (νεογνά διαβητικών μητέρων, διαβίωση σε μεγάλο υψόμετρο, υπερβολική σωματική αύξηση κ.α) σε αιμοσυμπύκνωση και σε καταστάσεις σοκ και ελαττώνεται σε αναιμίες, χρόνια κατάκλιση, μετά από γεύμα και με την πάροδο της ηλικίας. | |||
RBC (Red Blood Cells) | Αριθμός Ερυθρών αιμοσφαιρίων | 10^12/L | A: 4.50-6.50 Γ: 3.80-5.80 |
Παράγονται στον μυελό των οστών και έχουν μέσο όρο ζωής 120 μέρες. Μεταφέρουν, μέσω της αιμοσφαιρίνης που περιέχουν, οξυγόνο από τους πνεύμονες στους ιστούς. Καθοριστική η μέτρησή τους για την παρουσία αναιμίας (μείωση του αριθμού τους) ή πολυκυτταραιμίας (αύξηση του αριθμού τους). Η παραγωγή τους διεγείρεται από την ερυθροποιητίνη, μια ορμόνη που εκκρίνεται από τα νεφρά και ρυθμίζεται από την υποξία των ιστών (π.χ. η υποξία που εμφανίζεται σε άτομα που ζουν σε μεγάλα υψόμετρα ή σε άτομα που καπνίζουν οδηγεί σε αύξηση της έκκρισης της ερυθροποιητίνης και αύξηση των ερυθρών αιμοσφαιρίων). Τα ερυθρά αιμοσφαίρια αυξάνονται στην καρδιαγγειακή νόσο, στη χρόνια υποξία, στις χρόνιες πνευμονοπάθειες, στις συγγενείς ανωμαλίες της καρδιάς, στη νόσο του Cushing, στην αιμοσυμπύκνωση, στον καρκίνο του ήπατος, σε διαβίωση σε μεγάλο υψόμετρο, στην αληθή πολυκυτταραιμία και το κάπνισμα και μειώνονται στην νόσο του Addison, στην κατάχρηση αλκοόλ, στις αναιμίες οποιασδήποτε αιτιολογίας, στην καταστολή του μυελού των οστών, στην χρόνια λοίμωξη, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, αιμοαραίωση, αιμόλυση, αιμορραγία, νόσο του Hodgkin, υποθυρεοειδισμό, λευχαιμίες, πολλαπλό μυέλωμα, μυελοδυσπλασία, ρευματικό πυρετό, βακτηριακή ενδοκαρδίτιδα, συστηματικό ερυθηματώδη λύκο και στις ανεπάρκειες βιταμινών (Β6, Β12, φυλλικού οξέος). | |||
MCV (Mean Cell Volume) | Μέσος όγκος Ερυθρών αιμοσφαιρίων | fl | 78-98 |
Σημαντικός δείκτης του όγκου των ερυθρών αιμοσφαιρίων και ταξινόμησης αναιμιών. Εκφράζει τον μέσο όγκο ενός ερυθρού αιμοσφαιρίου και καθορίζει τον χαρακτηρισμό του ως ορθοκυττάρου, μικροκυττάρου ή μακροκυττάρου. Αυξάνεται (μακροκυττάρωση) στις μεγαλοβλαστικές (μακροκυτταρικές) αναιμίες και στα μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα, κυτταροστατικά φάρμακα) σε έλλειψη βιταμίνης Β12, φυλλικού οξέος, σε κατάχρηση αλκοόλ, στον υποθυρεοειδισμό, στα χρόνια ηπατικά νοσήματα και ελαττώνεται (μικροκυττάρωση) σε μικροκυτταρικές υπόχρωμες αναιμίες (σιδηροπενική, ετερόζυγη μεσογειακή αναιμία, μεσογειακά σύνδρομα, χρόνια νοσήματα), σε κακοήθειες, στην ρευματοειδή αρθρίτιδα. | |||
MCH (Mean Cell Haemoglobin) | Μέση περιεκτικότητα Ερυθροκυττάρου σε Αιμοσφαιρίνη | pg | 26-34 |
Δείκτης της περιεκτικότητας αιμοσφαιρίνης στα ερυθρά αιμοσφαίρια. Σημαντικός δείκτης για τη ταξινόμηση αναιμιών. Εκφράζει τη μέση περιεκτικότητα αιμοσφαιρίνης που περιέχεται σε κάθε ερυθρό αιμοσφαίριο. Αυξάνεται και ελαττώνεται στις ίδιες καταστάσεις όπως το MCV. | |||
MCHC (Mean Cell Haemoglobin Concentration) | Μέση συγκέντρωση Αιμοσφαιρίνης κατά Ερυθροκύτταρο | g/dl | 31.5-37.5 |
Εκφράζει τη μέση περιεκτικότητα σε αιμοσφαιρίνη που υπάρχει σε όγκο ερυθρών αιμοσφαιρίων. Αυξάνεται (υπερχρωμία) σε ορθόχρωμες αναιμίες, στη βρεφική ηλικία, σε σφαιροκυττάρωση και αφυδάτωση και ελαττώνεται (υποχρωμία) σε χρόνια απώλεια αίματος, σε αναιμία χρόνιας νόσου, σε υπόχρωμες μικροκυτταρικές αναιμίες (σιδηροπενική και σιδηροβλαστική αναιμία), στη θαλασσαιμία και σε δηλητηρίαση από μόλυβδο. | |||
RDW-CV (Red Distribution Width-Coefficient Variation) | Εύρος κατανομής μεγέθους Ερυθρών αιμοσφαιρίων (με συντελεστή μεταβλητότητας) | % | 11-15 |
Χρήσιμος δείκτης διερεύνησης αιματολογικών διαταραχών. Αποτελεί δείκτη της απόκλισης ή μεταβολής στο μέγεθος των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Ανιχνεύει ανωμαλίες των ερυθρών αιμοσφαιρίων οι οποίες σχετίζονται με ανισοκυττάρωση. | |||
RDW-SD (Red Distribution Width-Standard Deviation) | Εύρος κατανομής μεγέθους Ερυθρών αιμοσφαιρίων (με σταθερή απόκλιση) | fl | 37-47 |
Χρήσιμος δείκτης διερεύνησης αιματολογικών διαταραχών. Αποτελεί δείκτη της απόκλισης ή μεταβολής στο μέγεθος των ερυθρών αιμοσφαιρίων. Ανιχνεύει ανωμαλίες των ερυθρών αιμοσφαιρίων οι οποίες σχετίζονται με ανισοκυττάρωση. | |||
PLT (Platelets) | Αριθμός Αιμοπεταλίων | 10^9/L | 150-400 |
Τα αιμοπετάλια ή θρομβοκύτταρα είναι μικρά απύρηνα κύτταρα απαραίτητα στη λειτουργία της αιμόστασης, στον μηχανισμό της πήξης του αίματος, στον σχηματισμό θρόμβων και στη διαδικασία επούλωσης πληγών. Τα αιμοπετάλια αυξάνονται (θρομβοκυττάρωση) σε οξεία λοίμωξη, ασφυξία, χρόνια λευχαιμία, χρόνια παγκρεατίτιδα, κίρρωση, νόσους του κολλαγόνου, καρδιακά νοσήματα, φλεγμονές, σιδηροπενική αναιμία, κακοήθεις όγκους, πολλαπλό μυέλωμα, αληθή πολυκυτταραιμία, μεθαιμορραγική αναιμία, μετά από σπληνεκτομή, εγκυμοσύνη, μετά από τοκετό, ρευματοειδή αρθρίτιδα, δρεπανοκυτταρική αναιμία, φυματίωση, ιογενείς λοιμώξεις και μειώνονται (θρομβοπενία) σε οξεία λευχαιμία, AIDS, αλλεργικές παθήσεις, απλαστική αναιμία, αυτομεταγγίσεις, διάχυτη ενδαγγειακή πήξη, κλωστηριδιακή λοίμωξη, έκθεση σε DDT, εξωσωματική παράκαμψη, αιμολυτική αναιμία, υπερσπληνισμό, ιδιοπαθή θρομβοπενική πορφύρα, λεμφοπολλαπλασιαστικά νοσήματα, έμμηνο ρύση, πολλαπλό μυέλωμα, κακοήθη αναιμία, προσθετική καρδιακή βαλβίδα, ακτινοβολία, σπληνομεγαλία, συστηματικό ερυθηματώδη λύκο κ.α. | |||
MPV (Mean Platelet Volume) | Μέσος όγκος Αιμοπεταλίων | fl | 8-12 |
Σημαντικός δείκτης του όγκου των αιμοπεταλίων και αξιολόγησης αιματολογικών και αιμορραγικών διαταραχών. Στην περίπτωση παραγωγής αυξημένου αριθμού αιμοπεταλίων, τα νέα αιμοπετάλια είναι μεγαλύτερα σε μέγεθος με αποτέλεσμα να προκύπτει αύξηση του μέσου όγκου αιμοπεταλίων. Αύξηση παρατηρείται σε ιδιοπαθή θρομβοπενική πορφύρα, λευχαιμία, ανωμαλία May-Hegglin, διάχυτη ενδαγγειακή πήξη, υπερθυρεοειδισμό, αθηροσκλήρωση, σακχαρώδη διαβήτη, συστηματικό ερυθηματώδη λύκο, σε καπνιστές, αλκοολικούς, σε πάσχοντες από το σύνδρομο Bernard-Soulier και σε μυελοϋπερπλαστικές διαταραχές ενώ μείωση παρατηρείται μετά από σπληνεκτομή, σε υπερσπληνισμό, σε απλαστική αναιμία, σε έξαρση φλεγμονώδους νόσου του εντέρου, σε μεγαλοβλαστική αναιμία και σε πάσχοντες από το σύνδρομο Wiskott-Aldrich. | |||
PDW (Platelet Distribution Width) | Εύρος κατανομής μεγέθους Αιμοπεταλίων | % | 12-28 |
Δείκτης μεγέθους αιμοπεταλίων. Χρήσιμος δείκτης διερεύνησης αιμορραγικών διαταραχών. Η αύξηση του μπορεί να αποτελεί ένδειξη παρουσίας συσσωρευμένων αιμοπεταλίων και θραυσμάτων των αιμοπεταλίων. | |||
PCT (Plateletcrit) | Αιμοπεταλιοκρίτης | % | 0.190-0.290 |
Δείκτης εκατοστιαίας αναλογίας αιμοπεταλίων ανά μονάδα όγκου αίματος. Χρήσιμος δείκτης διερεύνησης αιμορραγικών διαταραχών. Αντικατοπτρίζει το ποσοστό του όγκου του ολικού αίματος που καταλαμβάνεται από τα αιμοπετάλια. | |||
WBC (White Blood Cells) | Αριθμός Λευκών αιμοσφαιρίων | 10^9/L | 4.0-10.8 |
Κύτταρα απαραίτητα για την άμυνα και την επιβίωση του οργανισμού. Καταπολεμούν τις λοιμώξεις και προστατεύουν τον οργανισμό από κάθε βλαβερή ουσία. Σημαντική εξέταση για την ύπαρξη και τη βαρύτητα μιας νοσηρής κατάστασης στον οργανισμό. Τα λευκά αιμοσφαίρια αυξάνονται (λευκοκυττάρωση) σε φυσιολογικές καταστάσεις (τοκετό, κοπιαστική άσκηση, έμμηνη ρύση, παροξυσμικές ταχυκαρδίες, έμετους, διάρροιες, υψηλή θερμοκρασία περιβάλλοντος, παρατεταμένη ηλιοθεραπεία, νάρκωση, κάπνισμα, στρες) αλλά και σε παθολογικές καταστάσεις όπως λοιμώξεις (πνευμονία, αποστήματα, αμυγδαλίτιδα, σηψαιμία, οξύ ρευματικό πυρετό, κοκκύτης κ.α.), κακοήθη νοσήματα, ιδιαίτερα του γαστρεντερικού σωλήνα, του ήπατος, των οστών και τα μεταστατικά, νοσήματα του κυκλοφορικού, παθήσεις του μυελού των οστών, μεταβολικές διαταραχές (ουραιμία, ουρική αρθρίτιδα, εκλαμψία, θυρεοειδική κρίση), επιληπτικές κρίσεις, ιστικές νεκρώσεις (εγκαύματα, οξύ έμφραγμα, τραύματα) κ.α. Τα λευκά αιμοσφαίρια ελαττώνονται (λευκοπενία) σε αναιμίες, λευχαιμίες και μυελοκατακτητικές παθήσεις (μεταστατικοί όγκοι, μυκητιάσεις), υπερσπληνισμό, λοιμώξεις βακτηριακές (βρουκέλλωση, κεγχροειδής φυματίωση, παράτυφος) και ιογενείς (λοιμώδης μονοπυρήνωση, ιλαρά, ερυθρά, γρίπη, ηπατίτιδα), ρικετσιώσεις, παρασιτικά νοσήματα κ.α | |||
Differential count | Λευκοκυτταρικός τύπος (Διαφορική μέτρηση) | % | – |
Τα λευκά αιμοσφαίρια διακρίνονται σε 3 κύριους τύπους. Πολυμορφοπύρηνα (Ουδετερόφιλα, Ηωσινόφιλα, Bασεόφιλα), Λεμφοκύτταρα και Μονοκύτταρα. Κάθε τύπος παίζει τον δικό του ρόλο στη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος. | |||
Neutrophils | Ουδετερόφιλα (Πολυμορφοπύρηνα) | % | 40-75 |
Τα ουδετερόφιλα πολυμορφοπύρηνα αποτελούν τον μεγαλύτερο πληθυσμό των λευκών αιμοσφαιρίων με σημαντικό ρόλο στον ανοσοποιητικό μηχανισμό του οργανισμού και παράγονται στο μυελό των οστών. Παρέχουν προστασία στον οργανισμό έναντι βακτηριακών λοιμώξεων. Μεταναστεύουν στην περιοχή του τραυματισμού ή της μόλυνσης και καταπολεμούν τη μόλυνση με φαγοκυττάρωση. Αύξηση παρατηρείται (ουδετεροφιλία) σε οξείες λοιμώξεις και φλεγμονές, σε καρκίνο του ήπατος, του πεπτικού συστήματος και του μυελού των οστών, στην εκλαμψία, στην συναισθηματική ή σωματική καταπόνηση (άσκηση, εργασία), στην ουρική αρθρίτιδα, στις αιμορραγίες, σε μυελοϋπερπλαστικές νόσους, σε δηλητηριάσεις από χημικές ουσίες, φάρμακα ή δηλητήρια, στον ρευματικό πυρετό, στην σηψαιμία, στο στρες, στην θυρεοειδική κρίση, σε νέκρωση ιστών (χειρουργική επέμβαση, εγκαύματα, έμφραγμα του μυοκαρδίου), στην ουραιμία και στις αγγειίτιδες. Ελαττώνονται (ουδετεροπενία) στην αναφυλακτική καταπληξία (shock), στην νευρική ανορεξία, στην απλαστική αναιμία, στον υπερσπληνισμό, μετά από ακτινοβολία, στην λευχαιμία, στην κακοήθη αναιμία, στη ρευματοειδή αρθρίτιδα, στον συστηματικό ερυθηματώδη λύκο, σε ρικετσιώσεις, σηψαιμία και σε ιογενείς λοιμώξεις (ιλαρά, ερυθρά, λοιμώδη μονοπυρήνωση, ηπατίτιδα). | |||
Lymphocytes | Λεμφοκύτταρα | % | 20-45 |
Θεωρούνται τα βασικά κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος. Παράγονται στον μυελό των οστών και είναι δύο ειδών, Τ-λεμφοκύτταρα και Β-λεμφοκύτταρα. Τα Β-λεμφοκύτταρα διαθέτουν στην μεμβράνη τους ένα μόριο αντισώματος. Όταν ένα Β κύτταρο συναντήσει ένα αντιγόνο διαιρείται γρήγορα και διαφοροποιείται σε Β-κύτταρο μνήμης και Β-κύτταρο τελεστή ή πλασματοκύτταρο. Τα πλασμοκύτταρα παράγουν μεγάλη ποσότητα αντισωμάτων που δρουν πάνω στο αντιγόνο και το καταστρέφουν. Τα Τ-λεμφοκύτταρα διαθέτουν στην μεμβράνη τους έναν υποδοχέα δέσμευσης αντιγόνου και όταν συναντήσουν αντιγόνο εκκρίνουν τους αυξητικούς παράγοντες κυτοκίνες. Οι παράγοντες αυτοί ενεργοποιούν τα Β-κύτταρα καθώς και τα Tc-κύτταρα τα οποία καταστρέφουν τα κύτταρα του ίδιου του οργανισμού που έχουν υποστεί αλλοιώσεις. Τα λεμφοκύτταρα αυξάνονται (λεμφοκυττάρωση) στην οξεία νόσο του Addison, στην χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία, στη νόσο του Crohn, σε λοιμώξεις από κυτταρομεγαλοϊό, στη λοιμώδη μονοπυρήνωση, σε υπερευαισθησία σε φάρμακα, στον κοκκύτη, στην ορονοσία, στη θυρεοτοξίκωση, τοξοπλάσμωση, τύφο, ελκώδη κολίτιδα, ιογενείς λοιμώξεις (παρωτίτιδα, ερυθρά, ιλαρά, ηπατίτιδα, ανεμοβλογιά) και μειώνονται (λεμφοπενία) στην οξεία φυματίωση, σε φλοιοεπινεφριδική διέγερση, στο AIDS, στην απλαστική αναιμία, στη συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια, στη νόσο του Hodgkin, μετά από ακτινοβολία, σε λεμφοσάρκωμα, στην μυασθένεια, σε καταστάσεις στρες, στην νεφρική ανεπάρκεια και στον συστηματικό ερυθηματώδη λύκο, μετά από χορήγηση κορτιζόνης, ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων και χημειοθεραπείας. | |||
Monocytes | Μονοκύτταρα | % | 2-10 |
Τα μονοπύρηνα είναι πρόδρομοι των μακροφάγων και ανήκουν στο σύστημα των φαγοκυττάρων με σημαντικό ρόλο στην άμυνα του ξενιστή. Τα μονοπύρηνα αυξάνονται σε ιογενείς λοιμώξεις, στη φυματίωση, στη σύφιλη, στην υποξεία βακτηριακή ενδοκαρδίτιδα, βρουκέλλωση, σε χρόνιες φλεγμονώδεις διαταραχές, στη χρόνια ελκώδη κολίτιδα, στην νόσο του Hodgkin, ενώ μειώνονται σε οξείες στρεσογόνες καταστάσεις και σε σηπτικές λοιμώξεις. | |||
Eosinophils | Ηωσινόφιλα | % | 1-6 |
Τα ηωσινόφιλα μετά την παραγωγή του στον μυελό των οστών και αφού παραμείνουν εκεί για αρκετές ημέρες μεταναστεύουν στο δέρμα, στους πνεύμονες και στο γαστρεντερικό σωλήνα. Αυξημένος αριθμός κυκλοφορούντων ηωσινόφιλων (ηωσινοφιλία) παρατηρείται σε αρκετές παρασιτώσεις και σε αλλεργικές καταστάσεις, όπως σε άσθμα, πυρετό από χόρτο και αντιδράσεις από φάρμακα. Τα ηωσινόφιλα αυξάνονται (ηωσινοφιλία) στην νόσο του Addison, σε αλλεργικές νόσους, στον καρκίνο του πνεύμονα, του στομάχου, των ωοθηκών, στην χρόνια μυελογενή λευχαιμία, στη νόσο του Hodgkin, μετά από ακτινοβολία, σε παρασιτικές λοιμώξεις, στην κακοήθη αναιμία, στην πολυκυτταραιμία, στην ρευματοειδή αρθρίτιδα, στην οστρακιά, στο σκληρόδερμα, στο συστηματικό ερυθηματώδη λύκο και στην ελκώδη κολίτιδα ενώ μειώνονται (ηωσινοπενία) σε φλοιοεπινεφριδική διέγερση, στην νόσο του Cushing, σε σοβαρή λοίμωξη, σε καταστάσεις σοκ, στρες και μετά από τραυματισμούς | |||
Basophils | Bασεόφιλα | % | 0-1 |
Αντιμετωπίζουν αλλεργικές καταστάσεις και παρασιτώσεις. Τα βασεόφιλα αυξάνουν (βασεοφιλία) σε ορισμένα νοσήματα του δέρματος, στην ανεμοβλογιά, στη χρόνια μυελογενή λευχαιμία, στη χρόνια ιγμορίτιδα, μετά από ακτινοβολία, στην ιλαρά, στις μυελοϋπερπλαστικές διαταραχές, στο μυξοίδημα, μετά από σπληνεκτομή, στην ευλογία και στην ελκώδη κολίτιδα και μειώνονται (βασεοπενία) στις οξείες λοιμώξεις, στην φλοιοεπινεφριδική διέγερση, στη νόσο Graves, μετά από ακτινοβολία, στην εγκυμοσύνη, σε καταστάσεις καταπληξίας (Shock) και σε στρεσογόνες καταστάσεις. | |||
Retics (Reticulocytes) | Αριθμός Δικτυοερυθροκυττάρων | % | 0.2-2.0 |
Είναι νεαρά, ανώριμα και απύρηνα ερυθρά αιμοσφαίρια που περιέχουν RNA. Είναι σημαντικά για τη διάκριση των αναιμιών που προκαλούνται από ανεπάρκεια του μυελού των οστών σε σχέση με άλλες μορφές αναιμίας. | |||
ESR (Erythrocytes Sedimentation Rate) | Τ.Κ.Ε. (Ταχύτητα Καθίζησης Ερυθρών αιμοσφαιρίων) | mm/1hr | A: < 12 Γ: < 20 |
Είναι ο ρυθμός καθίζησης των ερυθρών αιμοσφαιρίων σε 1 ώρα. Αυξημένη καθίζηση αποτελεί ένδειξη μιας συνεχιζόμενης νοσηρής κατάστασης που θα πρέπει να διερευνηθεί. Σε συνδυασμό με την μέτρηση της CRP αποτελεί μία αξιόπιστη και κλινικά χρήσιμη εξέταση για την διάγνωση, την πορεία εξέλιξης και παρακολούθησης της θεραπείας λοιμωδών, φλεγμονωδών και κακοήθων καταστάσεων. | |||
Film (Blood smear) | Μορφολογία αίματος | – | – |
Διερευνάται μικροσκοπικά η μορφολογία των κυτταρικών συστατικών του αίματος αναφορικά με το σχήμα, το μέγεθος και το χρώμα. |