Η Ομοκυστεΐνη (Homocysteine – HCY) αποτελεί σήμερα έναν ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα κινδύνου εμφάνισης καρδιοαγγειακών νοσημάτων.
Η Ομοκυστεΐνη είναι ένα θειούχο αμινοξύ το οποίο παράγεται ενδοκυτταρίως από τον μεταβολισμό της Μεθειονίνης (ένα από τα απαραίτητα αμινοξέα) και διοχετεύεται στην κυκλοφορία μέσω του πλάσματος, κυρίως σε οξειδωμένη μορφή, δεσμευμένη σε πρωτεΐνες. Η Ομοκυστεΐνη επηρεάζει τη Μεθυλίωση και γι’ αυτό είναι πολύ σημαντική. Η Μεθυλίωση είναι η διαδικασία κατά την οποία χιλιάδες νευροδιαβιβαστές, ορμόνες και άλλα βασικά βιοχημικά συστατικά βρίσκονται σε ισορροπία, δηλαδή τα μεθύλια προσκολλώνται σε τοξίνες με σκοπό να τις αποβάλλουν από τον οργανισμό. Η Μεθυλίωση μας βοηθά επίσης να φτιάξουμε τα φιλικά λιπαρά για τον εγκέφαλο (φωσφολιπίδια) και ακόμα ελέγχει την έκφραση των γονιδίων. Αυτό σημαίνει πως μια πληροφορία ενός γονιδίου ενεργεί για να αλλάξει τη λειτουργία ενός κυττάρου. Με χαμηλή Ομοκυστεΐνη έχουμε ισορροπία στο σώμα, αν όμως έχουμε αυξημένα επίπεδα Ομοκυστεΐνης διαταράσσεται η Μεθυλίωση, προκαλείται ερεθισμός και φλεγμονή στα εσωτερικά τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων και αυξάνεται ο κίνδυνος του εμφράγματος γιατί οι βλάβες στα τοιχώματα των αρτηριών προκαλούν την εναπόθεση πλακών που οδηγούν στη στένωση και τελικώς στο έμφραγμα.
Υπερομοκυστεϊναιμία εμφανίζεται επίσης σε περιπτώσεις διατροφικής έλλειψης Φυλλικού οξέος και Βιταμινών Β12 και Β6.
Ως εκ τούτου, διάφορες επιδημιολογικές μελέτες απέδειξαν ότι εμπλουτισμένη διατροφή κατά κύριο λόγο σε Φυλλικό οξύ καθώς και σε Βιταμίνη Β12, μειώνουν σημαντικά τα επίπεδα της Ομοκυστεΐνης στο αίμα, μειώνοντας ταυτόχρονα και τον κίνδυνο από Υπερομοκυστεϊναιμία.
Επιστημονικές έρευνες απέδειξαν ότι αυξημένα επίπεδα Ομοκυστεΐνης αποτελούν ένα σημαντικό προγνωστικό παράγοντα κινδύνου για εμφάνιση στεφανιαίας νόσου, εγκεφαλικών επεισοδίων (κυρίως Alzheimer), για περιφερικά και αθηροσκληρωτικά αγγειακά νοσήματα, για αρτηριακή και φλεβική θρόμβωση καθώς επίσης και σε ασυμπτωματικούς ασθενείς με σκλήρυνση των αρτηριών της καρωτίδας.
Αν και θεωρείται ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου, υποστηρίζεται ότι λειτουργεί συνεργικά με άλλους συμβατικούς παράγοντες καρδιοαγγειακών νοσημάτων (π.χ. χοληστερίνης, υπέρτασης) ενισχύοντας τη δράση τους.
Ο προσδιορισμός της Ομοκυστεΐνης προτείνεται πλέον σαν εξέταση προληπτικού ελέγχου και στον γενικό πληθυσμό, για την προγνωστική προσέγγιση της αγγειακής νόσου, αλλά ειδικότερα σε άτομα:
- Με βεβαρημένο οικογενειακό ή προσωπικό ιστορικό καρδιοαγγειακών προβλημάτων
- Με αυξημένη χοληστερίνη
- Με υπέρταση
- Με διαβήτη
- Με άγχος (stress)
- Με χρόνια νεφρικά προβλήματα
- Σε καπνιστές και χρήστες αλκοολούχων ποτών
- Σε υπέρβαρους
- Σε άτομα με έλλειψη σωματικής άσκησης
- Και στον γενικό πληθυσμό για την προγνωστική προσέγγιση της αγγειακής νόσου.
Εχει διαπιστωθεί επίσης σε πρόσφατες επιστημονικές μελέτες, ισχυρή συσχέτιση μεταξύ αυξημένων τιμών Ομοκυστεΐνης και C-R.P.