Η Φερριτίνη (Ferritin) είναι η κύρια πρωτεΐνη στο σώμα που αποθηκεύει σίδηρο. Έτσι, η μέτρηση των επιπέδων Φερριτίνης παρέχει μια καλή ένδειξη για το μέγεθος των διαθέσιμων αποθεμάτων σιδήρου στον οργανισμό.
Τα 2/3 περίπου του αποθηκευμένου σιδήρου είναι συνδεδεμένα με τη Φερριτίνη, ενώ το υπόλοιπο 1/3 περιέχεται στην αιμοσιδηρίνη.
Διάφορες επιστημονικές μελέτες επιβεβαίωσαν την άμεση σχέση μεταξύ της συγκέντρωσης της Φερριτίνης και του αποθηκευμένου σιδήρου στον οργανισμό λειτουργώντας ως δείκτης των ποσοτήτων και αποθεμάτων του σιδήρου στον οργανισμό.
Τα επίπεδα Φερριτίνης μειώνονται πριν από την εμφάνιση των συμτωμάτων της αναιμίας. Στο πρώτο στάδιο της σιδηροπενικής αναιμίας, εξαντλούνται τα αποθέματα της Φερριτίνης και της Αιμοσιδηρίνης. Στο δεύτερο στάδιο μειώνεται ο Σίδηρος στον ορό και αυξάνεται η Ολική Σιδηροδεσμευτική Ικανότητα (TIBC). Στο τρίτο στάδιο μειώνονται τα επίπεδα της Αιμοσφαιρίνης και η έλλειψη Σιδήρου επηρεάζει τη σύνθεση της αίμης.
Η σιδηροπενική αναιμία είναι μια συνήθης ασθένεια η οποία μπορεί να προκληθεί από ανεπαρκή πρόσληψη σιδήρου, εγκυμοσύνη, αιμοκάθαρση ή αιμοδοσία, οξύ πεπτικό έλκος, καρκίνος παχέος εντέρου, φλεγμονώδης νόσος του εντέρου, χειρουργικές επεμβάσεις γαστρεντερικού, έντονη αθλητική δραστηριότητα κλπ.
Επίσης, αυξημένα επίπεδα Φερριτίνης μπορεί να οφείλονται σε διάφορες αιτίες, όπως υπερβολική λήψη σιδήρου, ηπατική νόσος, χρόνιες παθήσεις, νεοπλασίες αίματος, λευχαιμία, νόσος Hodgkin’s κλπ.
Η φυλή, το εισόδημα και άλλοι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες συνδέονται με την έλλειψη Σιδήρου και τη σιδηροπενική αναιμία. Επίσης, στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες η σιδηροπενική αναιμία αποτελεί συχνό φαινόμενο λόγω διαιτητικών εφαρμογών.